Το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, άρθρο που διάβασα για τη συμφωνία της Ελλάδας με τους εταίρους της στο Γιούρογκρουπ της 20ης Φεβρουαρίου 2015 και το τι αυτή σημαίνει, είναι αυτό που έγραψε η Φράνσις Κόπολα και ανέβασε στο διάσημο ιστολόγιο της, το Coppola Comment, με τίτλο Greece and the EU: a question of trust. Για όσους δεν την έχουν ακουστά, η Κόπολα είναι πολλά…πράγματα: έχει σπουδάσει χρηματοοικονομικά, εργάστηκε επί σειρά ετών στον τραπεζικό τομέα, είναι συγγραφέας, καλλιτέχνης, περιζήτητη αρθρογράφος επί των οικονομικών με παρουσία στα πιο γνωστά διεθνή ΜΜΕ.
Μετέφρασα, λοιπόν, το άρθρο της και το παραθέτω:
ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ EE: ΘΕΜΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Αναλογιζόμουνα τους όρους της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γιούρογκρουπ. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι η Ελλάδα κατέληξε με μια φρικτή συμφωνία όπου σχεδόν κανείς από τους στόχους της δεν είχε επιτευχθεί και επιπροσθέτως είχε χάσει τον έλεγχο των κεφαλαίων του ΤΧΣ. Η διατήρηση των στόχων για τα μελλοντικά πρωτογενή πλεονάσματα όπως συμφωνήθηκε τον Νοέμβρη του 2012 -μόνο για το τρέχον έτος ο στόχος είναι υπό αναθεώρηση- μοιάζει ιδιαίτερα σκληρή.
Στη συνέχεια, όμως, άκουσα τον Πιερ Μοσκοβισί να εξηγεί το σκεπτικό πίσω από τη συμφωνία και τότε ήταν που συνειδητοποίησα τι έγινε. Μας είχε διαφύγει η ουσία. Εκείνος που την είχε αντιληφθεί ήταν ο Holger Schmieding της Berenberg Bank -σχολίασε προσφάτως ότι το πραγματικό πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα είναι η κατάρρευση της εμπιστοσύνης. Έχει δίκιο. Δεν κατέρρευσε όμως πρόσφατα η εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα. Έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό.
Το πιο πρόσφατο θέμα εμπιστοσύνης τέθηκε το 2010 όταν αποκαλύφθηκαν η έκταση του χρέους της Ελλάδας και το κουκούλωμα. Από το 2001, όταν με τη βοήθεια της Γκόλντμαν Σακς έλεγε ψέμματα για τα οικονομικά της για να μπει στο ευρώ, η Ελλάδα ζούσε στο ψέμα.
Έκτοτε, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν να υλοποιήσουν τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις ή επέλεξαν να εφαρμόσουν υποτιθέμενες “μεταρρυθμίσεις” οι οποίες διέλυσαν τις μικρές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δίχως να αντιμετωπίσουν τα βαθιά δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Παρά την τεράστια μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχει κάνει, το μόνο που έχει να επιδείξει η Ελλάδα είναι ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, δήθεν εξαγωγές και δήθεν ανάπτυξη. Παραμένει σε βαθιά ύφεση: ο Economist παρατηρεί ότι η ύφεση στην Ελλάδα είναι περίπου τόσο βαθιά όσο ήταν η Μεγάλη Ύφεση του ’30 στις ΗΠΑ και πιο παρατεταμένη. Σοκάρει το ότι το χρέος φτάνει το 181% επί του ΑΕΠ. Όσο καλών προθέσεων κι αν είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις, δεν αποδίδουν.
Αλλά στην πραγματικότητα η Ελλάδα έχει μακρά ιστορία κακής οικονομικής διαχείρισης. Είχε επαναλαμβανόμενες χρεοκοπίες: ορισμένοι εκτιμούν ότι τελούσε σε καθεστώς χρεοκοπίας τα μισά από τα τελευταία 200 χρόνια. Είχε έρθει, επίσης, αντιμέτωπη με υψηλό πληθωρισμό ακόμη και με υπερπληθωρισμό κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που η επιστροφή στη δραχμή δεν είναι δημοφιλής.
Η μακρά ιστορία της κακοδιαχείρισης σε συνδυασμό με τη δόλια συμπεριφορά της Ελλάδας όταν έμπαινε στο ευρώ ευθύνονται για την κατάρρευση της εμπιστοσύνης. Με απλά λόγια, οι υπόλοιπες χώρες δεν πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα πράξει τα αναγκαία για να αποκαταστήσει την οικονομία της και να αποπληρώσει τα χρέη της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι πίστευε πως αυτόματα οι άλλες κυβερνήσεις θα τον θεωρούσαν αξιόπιστο. Στο κάτω-κάτω της γραφής είναι μια νέα κυβέρνηση που δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες. Δεν έχει παρελθόν χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κακοδιαχείρισης. Έχει κάποιες αριστερές ιδέες, όπως η αύξηση των συντάξεων και του κατώτατου μισθού και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά αυτές θα μπορούσαν να χωρέσουν σ’ έναν προϋπολογισμό αυστηρά ισοσκελισμένο. Κι αυτό ακριβώς προτείνει. Το σχέδιο του ροκ-σταρ οικονομολόγου του, Υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη, συνίσταται σε πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5% επ’αόριστον, κάτι καθόλου σπάταλο, και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση των επιχειρήσεων, την εξάλειψη των στρεβλώσεων και τη βελτίωση των φορολογικών εσόδων. Η διαμαρτυρία του έγκειται στο ότι οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις υπό την αιγίδα των ΔΝΤ, ΕΚΤ και Κομισιόν δεν ήταν αρκετά καλές και θα τις ήθελε πολύ πιο εκτεταμένες και ριζοσπαστικές. Όπως την ανταλλαγή υφιστάμενου χρέους με ομόλογα συνδεδεμένα με ρήτρα ανάπτυξης ανάλογα με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ κάτι που θα έδινε κίνητρο στους πιστωτές να διασφαλίσουν την ανάκαμψη της Ελλάδας. Εμείς που παρακολουθούμε από κάποια απόσταση τα όσα συμβαίνουν, κάτι τέτοιο δεν μας φαίνεται παράλογο.
Αντίθετα, φαίνεται παράλογο στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ΕΕ, κυρίως στις πιστώτριες χώρες και -αναπάντεχα ίσως- σε κάποιες από τις χώρες της περιφέρειας. Απέρριψαν ασυζητητί τις ιδέες του και επέμειναν ότι πρέπει να τηρήσει τους όρους του τρέχοντος προγράμματος. Αυτό ήταν σκληρό και εγώ -όπως και πολλοί άλλοι- πιστεύουμε ότι αυτές οι κυβερνήσεις πρέπει να δώσουν προσοχή στις ιδέες του. Αλλά οι αντιρρήσεις των κυβερνήσεων δεν είχαν να κάνουν με την οικονομία. Όχι, το πραγματικό τους πρόβλημα ήταν ότι η κυβέρνηση αυτή είναι ελληνική, και δεν εμπιστεύονται τους Έλληνες.
Στην πραγματικότητα, αυτό που είπε ο ΣΥΡΙΖΑ στις άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ ήταν: “δεν είμαστε σαν τους άλλους: αφήστε μας να κάνουμε αυτό που θέλουμε και θα παρουσιάσουμε ανάπτυξη και μείωση του χρέους”. Οι άλλοι απάντησαν “τα έχουμε ξανακούσει αυτά. Γιατί να πιστέψουμε ότι εσείς είστε πιο ικανοί από τους προκατόχους σας;”
Αυτό, εν ολίγοις, ήταν το εμπόδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε μια νέα ρύθμιση στο πλαίσιο της οποίας η υπόλοιπη ΕΕ θα τον εμπιστευόταν ότι θα τηρήσει τις υποσχέσεις του. Αντίθετα, η υπόλοιπη ΕΕ ήθελε να αποδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ την αξιοπιστία του ολοκληρώνοντας το τρέχον πρόγραμμα. Αδιέξοδο.
Πρέπει να πιστωθεί στους τρεις εμπλεκόμενους θεσμούς ότι αυτό το αδιέξοδο τελικώς ξεπεράστηκε και υπήρξε συμφωνία που δίνει κάποια ελευθερία κινήσεων στο ΣΥΡΙΖΑ ενώ ταυτοχρόνως καθησυχάζει τις κυβερνήσεις ότι οι υφιστάμενες δεσμεύσεις θα τηρηθούν. Πράγματι, μου φαίνεται ότι το ΔΝΤ, η Κομισιόν και η ΕΚΤ στηρίζουν γενικώς την ελληνική θέση ότι το τρέχον πρόγραμμα δεν είναι εφικτό στο σύνολό του και χρειάζεται επαναδιαπραγμάτευση και γι αυτό τελικά οι παραχωρήσεις ήταν περισσότερες απ’ ότι θα περίμενε κάποιος. Εν συντομία, η συγκεκριμένη συμφωνία δίνει στο ΣΥΡΙΖΑ και όσα ρεαλιστικά θα μπορούσε να ελπίζει και περισσότερα απ΄ ότι δικαιωματικά θάπρεπε να περιμένει.
Ουσιαστικά, η συμφωνία εξαλείφει το υφιστάμενο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για τους επόμενους τέσσερις μήνες, αντικαθιστώντας το μ’ ένα άλλο που θα το καθορίσει η ελληνική κυβέρνηση και θα το εγκρίνουν από κοινού η Κομισιόν, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Παράλληλα, και με τις προτεινόμενες από την ελληνική κυβέρνηση μεταρρυθμίσεις να τελούν υπό την έγκριση των θεσμών, οι εθνικές κυβερνήσεις θα επιμηκύνουν το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης μέχρι τον Ιούνιο του 2015 έτσι ώστε να είναι εφικτή η τήρηση των βασικών δεσμεύσεων. Η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών θα συνεχίσει να παρέχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του ELA ενώ δεν θα μπει πλαφόν στις αναλήψεις. Η αρχική λίστα των μεταρρυθμίσεων πρέπει να υποβληθεί προς έγκριση από τους θεσμούς τη Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου. Πιθανότατα θα υπάρξουν αρκετές τροποποιήσεις πριν τελικώς εγκριθεί, γι αυτό και η αγωνία θα είναι μεγάλη, με το που θα εγκριθεί, όμως, θα ζητηθεί από τα εθνικά κοινοβούλια να πουν ναι στην παράταση της διάσωσης.
Αρκετή θα είναι η δουλειά και στη συνέχεια για να συγκεκριμενοποιηθούν οι συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Οι λεπτομέρειες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων εφαρμογής, θα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί έως το τέλος Απριλίου. Έτσι θα υπάρξει χρόνος για περαιτέρω διαπραγμάτευση γι αυτό που θα μπορούσε να συνιστά ένα εντελώς νέο πρόγραμμα. Και μετά, για μία ακόμη φορά, θα ξαναβρεθούμε στην άκρη του γκρεμού τον Ιούνιο όταν θα τελειώσει η παράταση και θα πρέπει το νέο πρόγραμμα να εγκριθεί εγκαίρως ώστε η Ελλάδα να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Έτσι, παρότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πήρε ούτε ελάφρυνση του χρέους ούτε δέσμευση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2016 και μετά (γι αυτό θα πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση στη βάση των αναθεωρημένων προβλέψεων λαμβάνοντας υπόψη τα όσα θα προκύψουν από τις νέες μεταρρυθμίσεις) πήρε κάτι πολύ πιο σημαντικό -την ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι αξιόπιστη.
Δεν βρίσκω τις λέξεις για να σας πω πόσο σημαντικό είναι αυτό. Έχω διαπιστώσει ότι η αξία των νομισμάτων εξαρτάται από την αξιοπιστία των ηγεσιών. Αλλά η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης. Είναι σημαντικό ΟΛΕΣ οι χώρες μέλη της Ευρωζώνης να είναι αξιόπιστες. Αν μία δεν είναι, τότε και οι υπόλοιπες υπονομεύονται εξαιτίας του ρίσκου που αντιμετωπίζει το κοινό νόμισμα αλλά και το υπόλοιπο κοινό οικοδόμημα δηλαδή θεσμοί, τράπεζες, εμπορικοί δεσμοί, δίαυλοι επικοινωνίας. Δεν εκπλήσσει το ότι τα υπόλοιπα κράτη χρειάζονται διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Δεν είναι απλώς θέμα ηθικής. Διακινδυνεύουν και τη δική τους οικονομική σταθερότητα.
Αυτό συνάδει μ’ ένα βασικό αίτημα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ -το κάλεσμα για την αποκατάσταση της “τιμής” της Ελλάδας. Οι άνθρωποι που στερούνται αξιοπιστίας δεν έχουν αξιοπρέπεια. Δεν μπορούν να αφεθούν να κάνουν πράγματα μόνοι τους δίχως επίβλεψη ή να παίρνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους εάν αυτές οι αποφάσεις επηρεάζουν και την ευημερία των άλλων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χώρες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να έχει την εμπιστοσύνη των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ μόνο και μόνο επειδή λέει ότι πρέπει να την έχει. Πρέπει να την κερδίσει. Αυτή η συμφωνία δεν τον αντιμετωπίζει σαν ανάπηρο που πρέπει να καθοδηγείται και να εποπτεύεται στενά αλλά του προσφέρει την ευκαιρία να κερδίσει την εμπιστοσύνη κάνοντας τα εξής:
- να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα αξιόπιστων και εφικτών μεταρρυθμίσεων που θα δώσουν την ανάπτυξη που χρειάζεται απεγνωσμένα η Ελλάδα
- να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με τους εποπτεύοντες θεσμούς
- να τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις
Αν μπορέσει να το κάνει αυτό, τότε θα τον εμπιστευτούν για τα περαιτέρω -ενδεχομένως και για ένα πρόγραμμα απολύτως δικού του σχεδιασμού. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποκαταστήσει την τιμή της Ελλάδας.
Αυτή είναι η πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ελπίζω να είναι αρκετά μεγάλη για να την αποδεχθεί. Αλλά υπάρχει επίσης μια πρόκληση και για την υπόλοιπη ΕΕ.
Η έγκριση και η εποπτεία του προγράμματος στην Ελλάδα έχει δοθεί στους τρεις εμπλεκόμενους θεσμούς, την Κομισιόν, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Είναι δίκαιο να πούμε ότι κανείς τους δεν έχει χειριστεί σωστά αυτά τα τελευταία χρόνια τη δύσκολη κατάσταση στην Ελλάδα. Το ΔΝΤ ήταν το πρώτο που αναγνώρισε τις αδυναμίες του κι έκανε αρκετές έρευνες οι οποίες εντόπισαν ανεπάρκειες στη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο άβολα ένιωθε με την σκληρή λιτότητα που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα. Και η ΕΚΤ, επίσης, ανησυχώντας για τη μεγάλη μείωση της ζήτησης σε μεγάλο μέρος της περιφέρειας, έχει προσπαθήσει να βρει τρόπους να τονώσει την οικονομία της Ευρωζώνης χωρίς να παραβιάσει τους δημοσιονομικούς κανόνες. Αλλά και ο τρίτος της ομάδας, η Κομισιόν, κάτω από την ηγεσία του Ζαν Κλωντ Γιούνκερ φαίνεται να επιθυμεί πιο ήπια δημοσιονομική πολιτική και αύξηση των επενδύσεων. Και οι τρεις αυτοί θεσμοί υποστηρίζουν, δίχως να το φωνάζουν, το ελληνικό επιχείρημα που λέει ότι η λιτότητα είναι πολύ αυστηρή και πρέπει να χαλαρώσει.
Αντίθετα, ορισμένα βασικά κράτη-μέλη δεν στηρίζουν και τόσο. Είναι της άποψης ότι πρέπει να υπομένει κανείς τη λιτότητα με την προσδοκία ότι οι μεταρρυθμίσεις θα αποδώσουν και η ανάπτυξη θα ανακτηθεί. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει επικριθεί από πολλούς, εμού συμπεριλαμβανομένης, για την αδιάλλακτη στάση του. Και υπάρχουν σημεία στη συμφωνία που φαίνεται να στοχεύουν πρωτίστως να ηρεμήσουν τα τεντωμένα νεύρα των Γερμανών: στη συνέντευξη Τύπου ο Γερούν Ντάισελμπλουμ είπε ότι ο λόγος που μεταφέρονται τα κεφάλαια του ΤΧΣ στον EFSF είναι για να διασφαλιστεί ότι θα χρησιμοποιηθούν μόνο για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών και όχι αλλού, το οποίο αποτελούσε βασική ανησυχία της γερμανικής αντιπροσωπείας. Η επιμονή ότι η συμφωνία του Νοεμβρίου 2012 πρέπει να παραμείνει σε ισχύ για τέσσερις μήνες, είναι επίσης μια παραχώρηση προς τα κράτη-μέλη που ανησυχούν ότι η πλήρης κατάργηση του υφιστάμενου πλαισίου θα δώσει λευκή κάρτα στην Ελλάδα να ανατρέψει όλες τις μεταρρυθμίσεις που έχει κάνει. Προφανώς, οι επιβλέποντες θεσμοί έχουν ακόμη κάμποση δουλειά να κάνουν για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη και των κρατών-μελών.
Επομένως, είναι σημαντική παραχώρηση από πλευράς των κρατών-μελών να αφήσουν το βέτο για τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα στους τρεις θεσμούς που έχουν μεν μια ταραγμένη ιστορία αλλά τώρα φαίνεται να έχουν υιοθετήσει μια κάπως πιο ήπια προσέγγιση από ό,τι ορισμένα κράτη-μέλη θα επιθυμούσαν πραγματικά. Και αυτό διαφοροποιεί κάπως την ισορροπία δυνάμεων εντός της ΕΕ, απομακρύνοντας την από τον ηγεμόνα-Γερμανία και φέρνοντάς την προς τους θεσμούς. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις ιδέες του Προέδρου Γιούνκερ περί δημιουργίας κοινοβουλίου Ευρωζώνης, όλο αυτό φαίνεται να ωθεί τις χώρες του ευρώ πιο κοντά στη δημοσιονομική και πολιτική ένωση.
Τόσο η Ελλάδα όσο και οι θεσμοί της ΕΕ θα πρέπει, επομένως, να εκτιμήσουν ότι στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας η Γερμανία αλλά και άλλοι θυσιάζουν την κυριαρχία τους. Και τόσο η Ελλάδα όσο και οι θεσμοί της ΕΕ φέρουν την ευθύνη να κάνουν αυτή τη συμφωνία να λειτουργήσει. Και το ΔΝΤ επίσης φέρει ευθύνη αλλά η δική του εμπλοκή είναι μικρής διάρκειας: η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ρητά στη συνέντευξη Τύπου ότι το πρόγραμμα του ΔΝΤ λήγει το Μάρτιο του 2016, πολύ πριν την ολοκλήρωση οποιουδήποτε νέου προγράμματος της ΕΕ για την Ελλάδα. Με το ΔΝΤ να αποτραβιέται οι θεσμοί της ΕΕ που ωριμάζουν πρέπει να πάρουν τα ηνία.
Όπως είπε ο Σόιμπλε στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συμφωνία “εν τέλει δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη χώρα αλλά για την ΕΕ”. Είναι, λοιπόν, η ΕΕ στο σύνολό της που θα κερδίσει εάν όλο αυτό εξελιχθεί καλά.
πηγή