Είμαι πολύ περίεργη γι αυτά που θάλεγε, αν ζούσε, ο Μεμέτ Αλί Μπιράντ. Είμαι σίγουρη πως η διεισδυτική ματιά κι η δυνατή του πένα θα βοηθούσαν πολύ στην κατανόηση όσων γίνονται αυτές τις μέρες στην Τουρκία. Κυρίως, όμως, θα βοηθούσαν στην κατανόηση του ίδιου του Ερντογάν.
Έχω συναντήσει κι έχω πάρει συνέντευξη από τον Ερντογάν δύο φορές. Η τελευταία ήταν στο Κάιρο, στην κηδεία του Αραφάτ. Η πρώτη ήταν την παραμονή της ανάδειξης του κόμματός του στην εξουσία το 2002. Μου έδωσε τη συνέντευξη στο σαλονάκι του καπετάνιου, μέσα στο φέρι μποτ που μας μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, αμέσως μετά την τελευταία του προεκλογική ομιλία στη Γιάλοβα.
Έχει ένα ιδιαίτερο τρόπο να λέει αυτά που θέλει να πει ο Ερντογάν. Σε κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια αλλά νοιώθεις πως δεν μιλά σ’ εσένα. Πως το ακροατήριο του είναι άλλο.
Την ίδια αίσθηση έχω και όλες αυτές τις τελευταίες μέρες που ακούω και βλέπω ανελλιπώς τις δηλώσεις του. Διαβάζω στις αναλύσεις για τον “αλαζόνα”, “αυταρχικό”, “σουλτάνο”, “δικτάτορα” Ερντογάν. Δικτάτορας εγώ; Εγώ είμαι υπηρέτης του λαού, λέει ο ίδιος. Καταλαβαίνω, όμως, ότι δεν απαντά σ’ όσους τον στολίζουν. Μιλά στοχευμένα. Απευθύνεται στο δικό του κοινό. Σ΄αυτό το 50% που έλεγε τις προάλλες ότι με δυσκολία κρατά στα σπίτια του για να μη βγει στους δρόμους και αντιπαρατεθεί με τους διαδηλωτές του κινήματος Γκεζί. Απευθύνεται, ένα παραπάνω, στο σκληρό πυρήνα της εκλογικής του βάσης. Σε ανθρώπους που, όπως και ο ίδιος, έχουν αποφοιτήσει από τα Ιμάμ Χατίπ, δηλαδή τα ισλαμικά θρησκευτικά σχολεία, και, που μέχρι να πάρουν την εξουσία εκείνος και το κόμμα του, είχαν βιώσει λογής-λογής αποκλεισμούς και διακρίσεις από το κεμαλικό κατεστημένο. Στο ίδιο κοινό απευθύνεται και όταν μιλά για εμβάθυνση της δημοκρατίας. Την αποκατάσταση των αδικιών, εννοεί, που υπέστησαν όσοι είχαν επιλέξει να ζουν τηρώντας το αυστηρό μουσουλμανικό τυπικό. Μου το είχε πει και τότε στη συνέντευξη μέσα στο φέρι: μόλις εκλεγούμε η Τουρκία δεν θα είναι μια χώρα με απαγορεύσεις, θα είναι μια χώρα που δεν θα υπάρχουν απαγορεύσεις. Σ’ αυτόν τον κόσμο, λοιπόν, απευθύνεται, υπενθυμίζοντάς του, ταυτοχρόνως, τις απαγορεύσεις του παρελθόντος.
Καταλαβαίνω, επίσης, ότι η ρητορική του ευνοεί τη συσπείρωση της βάσης του. Από την άλλη, όμως, ευνοεί και την πόλωση. Κι η πόλωση με τη σειρά της μπορεί να φέρει ψήφους στην κάλπη, υπονομεύει, όμως, τη σταθερότητα. Άρα και την ανάπτυξη και το οικονομικό θαύμα που έχει πετύχει αυτά τα δέκα χρόνια που κυβερνά.
Θυμάμαι να του απαντά ο Μπιράντ στη Χουριέτ “η ευσέβεια θα είναι το τέλος μας” όταν είχε δηλώσει, στις αρχές του ’12, ότι θέλει να φτιάξει γενιές με θρησκευτικό συναίσθημα. Θυμάμαι, επίσης, να του ζητά διευκρινήσεις. Το εννοούσε ή ήταν από τις αγριάδες που λένε οι πολιτικοί μεταξύ τους;
“Το κίνημα Γκεζί έχει να κάνει με τα δημοκρατικά δικαιώματα των ανθρώπων. Η κυβέρνηση πρέπει να επικοινωνεί με όλους κι όχι μόνο με τους υποστηρικτές της”, μου γράφει στο μέηλ που μου στέλνει ο γνωστός τούρκος οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου “Ηθική Οικονομία”, Ερόλ Ουσέρ.
Το κρατώ.
Όπως διαβάζω με ενδιαφέρον κι αυτό που μου γράφει στο δικό του μέηλ ένας άλλος διαδικτυακός φίλος, ο Αρίφ Γκοργκουλού, μηχανικός αεροσκαφών, από την Αττάλεια: “Είναι ομάδες που θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση. Δίνουν λάθος πληροφορίες στον κόσμο κι ο κόσμος στη συνέχεια προκαλεί καταστροφές”.
Δες, αν θέλεις, σ’ αυτό το βίντεο αποσπάσματα της συνέντευξης που μου είχε δώσει ο Ερντογάν την παραμονή της πρώτης του μεγάλης εκλογικής νίκης καθώς και το πώς ήταν τότε (2002) η Τουρκία. Ο Ερντογάν, αν και νικητής των εκλογών, δεν ανέλαβε αμέσως την πρωθυπουργία λόγω συνταγματικής απαγόρευσης αφού είχε καταδικαστεί το 1988 για υποκίνηση θρησκευτικού μίσους.